ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΟ ΤΕΛΟΣ !
Απ΄τη μαθήτρια της Β' Γυμνασίου Αγγελική Βλιώρα που διακρίθηκε στο διαγώνισμό διηγήματος.
Τετάρτη πρωί,μαζί με τη μαμά και το μπαμπά βρισκόμασταν ήδη έξω από την πόρτα της διευθύντριας του καινούργιου μου σχολείου περιμένοντας να μας δεχτεί.Η πόρτα άνοιξε και είδα μπροστά μου μια κυρία όχι και τόσο νέα σε ηλικία ,γύρω στα πενήντα θα την έκανα,ψηλή με μαύρο μαλλί,απ' ότι θυμάμαι.Ο μπαμπάς το προηγούμενο βράδυ μου είχε πει πως η κυρία Σαμάνθα , η διευθύντρια που θα γνώριζα,ήταν πολύ φιλική και θα την συμπαθούσα αμέσως.
Τη στιγμή που την είδα αγριεύτηκα ! Μου φάνηκε πολύ ψυχρή,ούτε που χαμογελούσε.Της χαμογέλασα ,με χαιδεψε στο κεφάλι και μου συστήθηκε.Τελικά ,ίσως να ήταν καλή.Αφού έγινε η εγγραφή στο καινούργιο σχολείο ξαναγυρίσαμε σπίτι.Η μαμά με πλησίασε και με ρώτησε για τις εντυπώσεις μου αλλά , βλέπετε, δεν μπορούσα να της πω πως η κυρία Σαμάνθα δεν μου γέμιζε καθόλου το μάτι.Δεν ήθελα να στεναχωρήσω τη μαμά γιατί προσπαθούσε για μένα και της το αναγνώριζα.
Μιας και σας είπα για τη μαμά μου πρέπει να σας πω πως ήταν η καλύτερη.Πολύ όμορφη με μακρυά μαύρα μαλλιά,άσπρο , κάτασπρο δέρμα . Φορούσε πάντα ένα κατακόκκινο κραγιόν,όχι προκλητικό,για να κάνει αντίθεση με τα χρώματά της.Πάντα μου έλεγε οτι το κραγιόν κάνει μια γυναίκα θηλυκό και ειδικά το κόκκινο,το χρώμα της φωτιάς.
Δύο μήνες αργότερα το σχολείο είχε ξεκινήσει και όλα είχαν πάρει το δρόμο τους.Είχα κάνει καινούργιους φίλους ήδη.Μιά μέρα γυρνώντας από το σχολείο ,έτρεξα αμέσως στην κουζίνα χωρίς κανείς να καταλάβει την άφιξή μου.Άκουσα το μπαμπά και τη μαμά να μιλάνε και κρύφτηκα πίσω απ' την πόρτα ,περιέργεια ,βλέπετε.Είχανε χωρίσει! Δεν με πείραξε. Έτσι κι αλλιώς, τον τελευταίο καιρό όλο φασαρίες είχαμε στο σπίτι , ήταν αναμενόμενο.Αυτό όμως που με ενόχλησε είναι όταν άκουσα τη μαμά να λέει:< ..και η μικρή; Εγώ δε μπορώ να την κρατήσω,δεν έχω χρόνο τώρα με τη διαφημιστική.Θα σταθεί εμπόδιο στη δουλειά μου και στην καριέρα μου.>.Με απογοήτευσε.Νόμιζα πως με αγαπούσε και με είχε ανάγκη όπως κι εγώ αλλά τελικά δεν ήταν έτσι.Η απάντηση του μπαμπά ;<Ωραία ,ούτε κι εγώ μπορώ .Θα τη μεγαλώσει η γιαγιά της ,η μάνα μου.>. Ευχαριστώ πολύ! Ήμουν ανεπιθύμητη! Κι εγώ γνωρίζοντας όλα αυτά , πως έπρεπε να τους φέρομαι; Καλά, μήπως; Ανέβηκα στο δωμάτιό μου και συνέχισα τη ζωή μου κάνοντας πως δε ξέρω τίποτα.
Την επόμενη μέρα, ο μπαμπάς μου ανακοίνωσε πως έπρεπε να φύγω από την Αγγλία και να μετακομίσω στο Παρίσι όπου ζούσε η γιαγιά Γκρέτα που ζούσε μόνη της εκεί.Την είχα δει δυο -τρεις φορές αλλά ,κάθε μήνα μου έστελνε πράγματα ,γλυκά και γράμματα λέγοντας πως με αγαπούσε.Ήμουν,ξέρετε, η μοναδική της εγγονή και με αγαπούσε όσο τίποτε άλλο.Έλεγε πάντα πως ήμουνα ίδια με το γιό της,τον πατέρα μου ,δηλαδή,και με τον άντρα της ,τον παππού μου.Η γιαγιά είχε πλάκα,μη φανταστείτε νέα,πενηνταοκτώ χρονών, παρακαλώ.
Λίγο καιρό αργότερα, είχα μετακομίσει στο Παρίσι και μάθαινα Γαλλικά προσπαθώντας να συνηθίσω.Η γιαγιά Γκρέτα μου έδειχνε πόσο με αγαπούσε κι εγώ το ίδιο.Ήμουν έκτη Δημοτικου.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια από τότε .¨Ημουν πια Πρώτη Λυκείου έχοντας μεγαλώσει με τη σούπερ γιαγιά,έτσι τη φώναζα.Ο μπαμπάς ερχόταν ένα σαββατοκύριακο το μήνα και κάθε Χριστούγεννα και καλοκαίρι ,δεν είχα παράπονο.Τη μαμά πάλι είχα να τη δω απ' την έκτη Δημοτικού. Δεν είχε πάρει ούτε τηλέφωνο αν και είχα στείλει δεκαεννιά γράμματα χωρίς να λάβω απάντηση.<Καλά, με μισεί;>ρωτούσα το μπαμπά και εκείνος μου απαντούσε :< Θα τα καταλάβεις όλα στην ώρα του.>.Η γιαγιά Γκρέτα με παρότρυνε να στείλω κι άλλο γράμμα στη μαμά .Τζάμπα μελάνι ,σκέφτηκα,αλλά δεν είχα να χάσω τίποτα.Εκείνο το γράμμα ήταν διαφορετικό.Της έγραφα οτι μου έλειπε και πως ακόμα κι αν αυτή δεν με αγαπούσε,ακόμα κι αν με μισούσε, εγώ θα ήμουνα εκεί γι αυτή μέχρι το τέλος.Πηγαίνοντας σχολείο το άλλο πρωί ,έριξα κι εκείνο το γράμμα στο κουτί του ταχυδρομείου. Οι μέρες περνούσαν αλλά τίποτα.<Γκρέτα ,αχ Γκρέτα στο είπα ,τζάμπα.> έλεγα στη γιαγιά.<Υπομονή.>,μου έλεγε με πονηρό ύφος.
Την επόμενη μέρα στο σχολείο παρουσίασα την εργασία μου.Κατεβαίνοντας απ' τη σκηνή , η γιαγιά μου έκανε νόημα να βγω έξω χαμογελώντας.Ήταν η μαμά! Παραιτήθηκε, μου είπε. Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου αλλά ήταν ψεύτικη !Τόξερα οτι θα ξαναέφευγε για την Αγγλία,εγώ ,όμως δεν ήθελα να αφήσω τη γιαγιά και της το είπα.Μου χαμογέλασε και μου είπε οτι είχε νοικιάσει σπίτι στην απέναντι πολυκατοικία από τη Γκρέτα.
Είμαι εικοσιδύο χρόνων σήμερα και ζω με τη μαμά και τη γιαγιά μου στη Γαλλία όπου σπουδάζω.Συνεχίζω να βλέπω το μπαμπά μου που ξαναπαντρεύτηκε.Τα έχω αφήσει όλα πίσω και ζω ευχισμένα. Με ακούτε;Η μαμά κι ο μπαμπάς ,ναι αυτοί ,με αγαπάνε, τελικά, όσο η γιαγιά Γκρέτα.Λάθος νομιζα !!