Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

Η παρακάτω ιστορία αναδείχθηκε πρώτη στο διαγωνισμό διηγήματος που έγινε ανάμεσα σε μαθητές της Β Γυμνασίου.Συγχαρητήρια σε όλους τους μαθητές που συμμετείχαν.

                    
                 Μια ιστορία με αναπάντεχο τέλος

  Η μέρα της Νεφέλης άρχισε βαρετά. Οι γονείς της είχαν αποφασίσει ότι θα της έκανε καλό να περάσει μια εβδομάδα στο χωριό της μαμάς της με τους παππούδες της. Γι' αυτό το λόγο αυτή και ο μικρός της αδερφός βρισκόντουσαν αυτή τη στιγμή στο δάσος.Το χωριό της μαμάς τους βρισκόταν ψηλά στο βουνό και ήταν πανέμορφο. Το τοπίο ήταν καταπράσινο και τα μικρά σπιτάκια έμοιαζαν με σπίτια που θα περίμενε κανείς να δει σε μια πιο παλιά εποχή. Ωστόσο δεν υπήρχε τίποτα ενδιαφέρον για τα μικρά παιδιά, που είχαν μάθει να έχουν τον υπολογιστή για να περνάει η ώρα τους.
   Η γιαγιά είχε προτείνει στη Νεφέλη να πάρει τον Αλέξη, τον αδερφό της, και να πάνε μια βόλτα στο δάσος. Έτσι η Νεφέλη θα έβλεπε πόσο όμορφο ήταν και ο Αλέξης δεν θα βαριόταν τόσο πολύ. Της είχε πει όμως να μην μπει βαθιά μέσα στο δάσος γιατί δεν θα μπορούσε να βρει το δρόμο για να γυρίσει. Επίσης της είχε πει ότι δεν έπρεπε να χάσει από τα μάτια της τον αδερφό της γιατί ο μικρός ήταν μόλις έξι και ήθελε προσοχή.
  Η Νεφέλη ειχε συμφωνήσει, ανυπομονώντας να φύγει από το σπίτι. Έτσι λοιπόν βρέθηκαν να περπατάνε μέσα στο δάσος. Ο Αλέξης έπαιζε με της πέτρες και τα κλαδιά των δέντρων που έβρισκε κάτω και η Νεφέλη μιλούσε με τη φίλη της στο τηλέφωνο.Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα έμενε σε αυτό το χωριό για μια εβδομάδα. Είχε παρακαλέσει τους γονείς της να την αφήσουν να μείνει στο σπίτι τους στην πόλη. Θα έχανε το πάρτι της φίλης της. Φυσικά τα παρακάλια της δεν είχαν καμία ανταπόκριση κι έτσι ήταν αναγκασμένη να περάσει μια εβδομάδα με τον Αλέξη και τους παππούδες της. Δεν ήταν ότι δεν τους αγαπούσε, γιατί τους αγαπούσε πολύ, απλά δεν είχε τι να κάνει και περνούσε όλη τη μέρα παίζοντας με τον Αλέξη.
  Η φίλη της της έλεγε όλα τα τελευταία γεγονότα που είχε χάσει και η Νεφέλη ήταν τόσο απορροφημένη στην ιστορία της, που είχε ξεχάσει εντελώς τον Αλέξη, ώσπου γύρισε για να του πει ότι ήταν η ώρα να γυρίσουν πίσω αλλά δεν τον είδε πουθενά.Πανικοβλήθηκε. Που μπορεί να είχε πάει? Φώναξε το όνομά του, τρομοκρατημένη αλλά δεν απάντησε.Είπε στη φίλη της να κλείσει και άρχισε να παίρνει τον αριθμό της μαμάς της αλλά εκείνη τη στιγμή το κινητό έκλεισε από μπαταρία.Τα έχασε. Τι μπορούσε να κάνει τώρα; Δεν είχε κάποιο τρόπο να τηλεφωνήσει σε κάποιον και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να φύγει και να αφήσει τον Αλέξη μόνο του μέσα στο δάσος.
  Άρχισε να περπατάει ανάμεσα στα δέντρα, ψάχνοντας τον αδερφό της. Δεν μπορεί να είχε πάει πολύ μακριά. Κάπου εκεί γύρω θα πρέπει να ήταν.Καθώς περπατούσε, τρομοκρατημένη, σκόνταψε και έπεσε στο έδαφος. Ευτυχώς δεν χτύπησε πολύ αλλά ο αστράγαλός της πονούσε, κάνοντας δύσκολη την προσπάθειά της να περπατήσει.Έπρεπε να βρει τον Αλέξη γρήγορα γιατί είχε αρχίσει να νυχτώνει. Η γιαγιά της θα πρέπει να είχε πεθάνει από την αγωνία καθώς η Νεφέλη της είχε υποσχεθεί ότι θα γυρνούσαν πριν νυχτώσει.
  Ήθελε να κλάψει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι μπορεί να είχε συμβεί κάτι κακό στον Αλέξη. Αλλά το δάσος ήταν σκοτεινό τώρα και ήταν σίγουρη ότι είχε λύκους και αρκούδες. Τι θα γινόταν αν τον έβρισκε καμία αρκούδα;Σίγουρα θα ήταν πολύ φοβισμένος αυτή τη στιγμή. Ο Αλέξης είχε πάντα μια φοβία για το σκοτάδι. Άρχισε να φωνάζει ξανά το όνομά του, ελπίζοντας ότι θα την άκουγε αλλά δεν της απάντησε. Μετά από λίγο όμως σταμάτησε γιατί η φωνές της σίγουρα θα τραβούσαν την προσοχή των άγριων ζώων.
  Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν χειρότερα αλλά μάλλον είχε λάθος γιατί εκείνη τη στιγμή είδε κάτι με την άκρη του ματιού της που την πάγωσε το αίμα. Λίγα μέτρα πιο πέρα, δίπλα από ένα τεράστιο δέντρο, βρισκόταν πεσμένο ένα μπλε λούτρινο σκυλάκι. Το ίδιο σκυλάκι που κουβαλούσε πάντα μαζί του ο Αλέξης. Αυτό δεν ήταν καθόλου καλό. Ο αδερφός της δεν άφηνε ποτέ το σκυλάκι. Κάτι κακό θα είχε συμβεί για να το αφήσει έτσι. Αυτή τη φορά άρχισε πραγματικά να κλαίει. Ήταν φοβισμένη και απελπισμένη. Ήξερε ότι αυτήν έφταιγε για όλα. Αν δεν παραμελούσε τον αδερφό της τώρα θα είχαν γυρίσει και οι δύο σπίτι και θα έτρωγαν το φαγητό της γιαγιάς τους.
  Μάζεψε το σκυλάκι από κάτω και το έσφιξε στην αγκαλιά της την ίδια στιγμή που ένα αληθινό σκυλί εμφανίστηκε μπροστά της. Ήταν τεράστιο με μαύρη γούνα και μεγάλα δόντια και γρύλιζε απειλητικά.Η Νεφέλη δεν ήξερε τι να κάνει. Θυμόταν ότι ο μπαμπάς της της είχε πει ότι δεν έπρεπε να τρέχεις όταν έβλεπες ένα σκύλο αλλά αυτός ο σκύλος δεν της έδινε την εντύπωση ότι θα την άφηνε ήσυχη αν δεν έτρεχε.
  Και είχε δίκιο γιατί το σκυλί γάβγισε μια φορά και έπειτα άρχισε να τρέχει κατά πάνω της. Έκλεισε τα μάτια της ξέροντας ότι θα την δάγκωνε και...Εντελώς ξαφνικά από το πουθενά ένιωσε κάποιον να τη σκουντάει απαλά στον ώμο. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της μπερδεμένη και έμεινε έκπληκτη όταν είδε ότι βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητό τους πηγαίνοντας στο χωριό. Κοίταξε δίπλα της και είδε ανακουφισμένη οτι αυτός που την είχε σκουντίξει ήταν ο Αλέξης. Έβαλε τα κλάματα και τον αγκάλιασε γιατί ήταν ένα όνειρο τελικά.
  Υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι δεν θα τον παραμελούσε ποτέ ξανά.

                                            Γκέκα Κωνσταντίνα Β’1
                                                    10ο Γυμνάσιο Βόλου